- τουβερώδη
- τα, Ν(μυκητ.) τάξη ασκομυκήτων που ανήκει στην κλάση δισκομύκητες και περιλαμβάνει 35 περίπου γένη και 230 περίπου είδη τα οποία χαρακτηρίζονται από καρποσώματα που αναπτύσσονται κάτω από την επιφάνεια τού εδάφους και μοιάζουν με κονδύλους.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. tuberales < tuber (βλ. τούβερ)].
Dictionary of Greek. 2013.